- πολυέτη
- πολυετέωgrant long lifepres imperat act 2nd sg (doric aeolic)πολυετέωgrant long lifeimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυετῆ — πολυετής after many years neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυετής after many years masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυετής after many years masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
άλυσο — (alyssum). Γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανδών. Περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Είναι μικρά ποώδη φυτά, μονοετή ή πολυετή. Τα φύλλα τους είναι λογχοειδή ή ωοειδή και χνουδωτά. Τα άνθη τους είναι… … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
μελισσόχορτο — Κοινή ονομασία του είδους Melissa officinalis, της οικογένειας των χειλανθών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό και με τις ονομασίες μελισσοβότανο ή μελισσάκι. Πρόκειται για πολυετή πόα που φθάνει σε ύψος τα 90 εκ., με όρθιο, πολύκλαδο και ελαφρά… … Dictionary of Greek
Αλκάννα — (alkanna). Γένος φυτών με περίπου 40 είδη, ιθαγενή της Ν Ευρώπης, της Αφρικής και της Δ Ασίας. Ανήκουν στην οικογένεια των βορραγινιδών. Είναι φυτά ποώδη με πολλές διακλαδώσεις και έχουν φύλλα λογχοειδή και άνθη με 5 σέπαλα, 5 πέταλα και 5… … Dictionary of Greek
Αναγαλλίς — η Βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών Πριμουλιδών, με 30 περίπου είδη, ιθαγενή τών εύκρατων και υποτροπικών χωρών. Είναι ποώδη μονοετή, διετή ή πολυετή φυτά, με βλαστό πολλές φορές γωνιώδη και φύλλα ωοειδή ή στρογγυλά, αντίθετα, εναλλασσόμενα ή… … Dictionary of Greek